- διατομικός
- -ή, -ό(χημ.), αυτός που έχει σθένος 2, δισθενής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διατομικός — ή, ό χημ. 1. χημικό στοιχείο τού οποίου το μόριο αποτελείται από δύο άτομα 2. ονομασία δισθενών στοιχείων ή ριζών που μπορούν να ενωθούν με δύο άτομα μονοσθενούς στοιχείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (ς) + ατομικός] … Dictionary of Greek